- γραβάτα
- η(λ. ιταλ.), λαιμοδέτης: Φορούσε μαύρη γραβάτα γιατί πενθούσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κραβάτα — η βλ. γραβάτα … Dictionary of Greek
λαιμοδέτης — ο 1. λωρίδα από ύφασμα η οποία δένεται γύρω από το περιλαίμιο τού υποκαμίσου σχηματίζοντας κόμπο, κυ. γραβάτα 2. ναυτ. λαιμόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δέτης (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, κομπο δέτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ … Dictionary of Greek
ρόζ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, τριανταφυλλής (α. «ροζ γραβάτα» β. «ροζ φόρεμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ροζ το ρόδινο, το τριανταφυλλί χρώμα 3. φρ. «ροζ ιστορίες» ιστορίες ερωτικές και συνήθως για παράνομες ερωτικές… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λα Τουρ, Μορίς Κεντέν ντε- — (Maurice Quentin de La Tour, Σεν Κεντέν 1704 – 1788). Γάλλος ζωγράφος. Μολονότι ο πατέρας του τον προέτρεψε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, ο Λ.T., με ολοφάνερη κλίση στη ζωγραφική, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά κοντά στον ζωγράφο Ζ … Dictionary of Greek
θαλασσής, -ιά, -ί — γεν. ιού ή ή, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά, γαλάζιος: Θαλασσί χρώμα. – Θαλασσιά γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)